Σύμφωνα με τη διαδικασία 2015/1535, τα κράτη μέλη οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε σχέδιο τεχνικού κανονισμού πριν από την υιοθέτησή του. Από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου, μια περίοδος αναμονής τριών μηνών – κατά την οποία το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν μπορεί να υιοθετήσει τον εν λόγω τεχνικό κανονισμό – παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη να εξετάσουν το κοινοποιηθέν κείμενο και να ανταποκριθούν καταλλήλως.
Όταν διαπιστώνεται ότι τα κοινοποιηθέντα σχέδια ενδέχεται να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών ή στο παράγωγο δίκαιο της ΕΕ, η Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν μια αιτιολογημένη γνώμη προς το κράτος μέλος που κοινοποίησε το σχέδιο. Η αιτιολογημένη γνώμη έχει ως αποτέλεσμα την παράταση της περιόδου αναμονής κατά τρεις επιπλέον μήνες για τα προϊόντα και κατά έναν επιπλέον μήνα για τις υπηρεσίες. Σε περίπτωση έκδοσης αιτιολογημένης γνώμης, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να εξηγήσει την ενέργεια που σκοπεύει να αναλάβει ως απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη.
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με ένα κοινοποιηθέν σχέδιο που προκύπτει ότι συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά χρήζει διευκρίνισης όσον αφορά στην ερμηνεία του. Το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να λαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη τέτοιες παρατηρήσεις.
Η Επιτροπή μπορείς επίσης να αναστείλει την υιοθέτηση ενός σχεδίου για περίοδο από 12 έως 18 μήνες, σε περίπτωση που πρόκειται να αναληφθεί ή έχει ήδη αναληφθεί έργο εναρμόνισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ίδιο τομέα.
Στο τέλος της διαδικασίας 2015/1535, τα κράτη μέλη δεσμεύονται να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τελικά κείμενα, αμέσως μετά την υιοθέτηση των κειμένων αυτών και να αναφέρουν περιπτώσεις κατά τις οποίες το κοινοποιηθέν σχέδιο έχει εγκαταλειφθεί, προκειμένου να κλείσει η διαδικασία 2015/1535. Αυτό παρέχει επίσης τη δυνατότητα στην Επιτροπή και άλλα κράτη μέλη να ελέγξουν εάν το κοινοποιούν κράτος έλαβε υπόψη του τις αντιδράσεις που ελήφθησαν κατά τη διαδικασία.
Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν εκ νέου το σχέδιο μέτρων με την εφαρμογή νέας περιόδου αναμονής, σε περίπτωση που το σχέδιο τεχνικού κανονισμού υποστεί σημαντικές αλλαγές, όπως, για παράδειγμα, μείωση του χρονοδιαγράμματος που είχε αρχικά προβλεφθεί για την εφαρμογή ή επέκταση του πεδίου εφαρμογής.
Η οδηγία προβλέπει επίσης διαδικασία επείγοντος, η οποία έχει σχεδιαστεί ώστε να επιτρέπεται η άμεση υιοθέτηση ενός εθνικού σχεδίου, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δηλαδή «σοβαρή και απρόβλεπτη κατάσταση που αφορά την προστασία της υγείας προσώπων και ζώων, την προστασία των φυτών ή την ασφάλεια». Η Επιτροπή αποφασίζει επί της αιτιολόγησης της διαδικασίας επείγοντος το συντομότερο δυνατό. Αν το αίτημα εφαρμογής της διαδικασίας επείγοντος γίνει αποδεκτό από την Επιτροπή, η τρίμηνη περίοδος αναμονής δεν ισχύει και το κοινοποιηθέν κείμενο μπορεί να υιοθετηθεί άμεσα.
Υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία της διαδικασίας 2015/1535. Η πρώτη ονομάζεται «CIA-Security» της 30ής Απριλίου 1996, σύμφωνα με την οποία μια εθνική διάταξη η οποία δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την «διαδικασία 98/34» ενώ θα έπρεπε, μπορεί να κηρυχθεί μη εφαρμόσιμη σε ιδιώτες από τα εθνικά δικαστήρια. Η δεύτερη ονομάζεται «Unilever» της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, σύμφωνα με την οποία ένας τεχνικός κανονισμός ο οποίος υιοθετήθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής της υιοθέτησης κοινοποιημένης εθνικής νομοθεσίας, δηλαδή σεβασμού της περιόδου αναμονής, μπορεί επίσης να κηρυχθεί μη εφαρμόσιμη σε ιδιώτες από τα εθνικά δικαστήρια.